Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοντοπότσης, -ισσα, -ικον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. κοντοπάλλουκον (ο μικρόσωμος, ο υπερβολικά κοντός).

Συνώνυμα:

Κοντοπίθαμος, Κοντοπίθαρος, -η, -ον, Κοντοστούππης, -α, -ικον, Τριπίθαμος, -η, -ον