Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοντοσωρεύκουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κοντοσυνάουμαι (1. πλησιάζω πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι. 2. προσεγγίζω κάποιον για όφελος).