Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοντράππαρος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το ηλικιωμένο άλογο που το δέρμα του έχει κόντρες. 2. μτφ. ο ηλικιωμένος.