Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κορυζ̌ιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κορατζ̌ιάζω (1. υπερβολική ανάγκη για νερό. 2. ασθένεια πουλερικών).