Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κορωνίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ακάιν (1. «το κορωνίν» του αλέτρου 2. μικρός χαλκάς).

Συνώνυμα:

Κορωνίδιν (το)