Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοτζ̌ά, Κότζ̌α (μου) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κόσκοτζ̌α (μου) (έκφραση για κάποιον που είναι: 1. μεγαλόσωμος. 2. ηλικιωμένος. 3. σημαντικός).

Συνώνυμα:

κόσκοτζ̌α (μου)