Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοτσ̌ινάδιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το κοκκινάδι. 2. η ασθένεια ερυθρά.

Συνώνυμα:

Κοτσ̌ινάιν (το)