Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουτσοδούλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η μικρή δουλειά, το μερεμέτι

Συνώνυμα:

Κουτσοδούλλιν (το)