Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουτσόφτερος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. κουτσογάλατος (το πουλί με σπασμένο φτερό). μτφ. (στο ουδέτερο) γκομενοδουλειά