Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουττούτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. χοντρό κομμάτι ξύλου. 2. βλ. κόττακος (1. υπέρβαρο αντικείμενο μεγάλου μεγέθους. 2. μτφ. το υπέρβαρο άτομο).

Συνώνυμα:

Κοττάτζ̌ιν (το), Κούττακος, Κούττουκος (ο)