Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κούφος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. κουφή [1. βλ. κουφός [1. ο κωφός. 2. μτφ. έκφραση για κάτι που το εσωτερικό του μέρος είναι άδειο (συνήθως ξηροί καρποί)]. (ως ουσιαστικό). 2. το τέρας της μυθολογίας ΄Εχιδνα. 3. μτφ. αυτός που ενεργεί δόλια].