Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαμπασμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο σαστισμένος, ο νευριασμένος. 2. ο τρελλαμμένος. 3. ο φωτισμένος.

Συνώνυμα:

Λαμπαστός, -ή, -όν