Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαμπικκάρω »

Ρήμα

Σημασία:

λαμπικάρω (1. διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω κάτι. 2. αφαιρώ από υγρό τις ξένες ουσίες, ώστε να γίνει διαυγές, καθαρίζω με διήθηση. 3. γυαλίζω).