Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λάντζα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η λάντσα, μηχανοκίνητη βάρκα για μικρά δρομολόγια ή αποβίβαση επιβατών.