Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαπάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ρύζι χυλωμένο από το πολύ βράσιμο. 2. άνοστο φαγητό. 3. κομμάτι από κρέας. 4. μτφ. άνθρωπος χωρίς κινητικότητα, χωρίς ζωντάνια.