Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαρνατζ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

τα αυλάκια στο έδαφος έπειτα από βροχή.

Συνώνυμα:

Λαρνάτζ̌ιν (το)