Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λάστιχον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το ελαστικό του τροχού του αυτοκινήτου. 2. πλαστικός σωλήνας νερού, σκληρός ή εύκαμπτος 3. η γωμολάστιχα ("σβηστήρι"). 4. βλ. βουννιστήρα (η σφεντόνα). 5. μτφ. αναφορά σε κάποιον που είναι ευλύγιστος.

Συνώνυμα:

Συντριόλα, Συντροβόλα, Συντρόλα, Συντροόλα (η)