Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαχτοκουντούριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λαρτοκουντούριν (ορτύκι ή ορτυκομάνα ή χαμοπέρδικα).