Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λεζερεύκουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

1. σφετερίζομαι. 2. συναναστρέφομαι. 3. κυκλοφορώ.

Συνώνυμα:

Λεζέρουμαι