Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κραΐζουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κραδκιέμαι (1. κρατιέμαι. 2. έχω εξουσία. 3. είμαι ευκατάστατος).

Συνώνυμα:

Κραθκιούμαι, Κρατίζουμαι