Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κραώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κρατίζω (1. κρατώ δυνατά. 2. έχω οικονομική άνεση).

Συνώνυμα:

Κραϋννω