Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κρεπαρίσκω »

Ρήμα

Σημασία:

1. σκίζομαι. 2. σπάω. 3. μτφ. καταβάλλομαι (από ασθένεια).

Συνώνυμα:

Κρεπάρω