Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κριατοκόλοκον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κρεατοκόλοκον (μακρύ κολοκύθι που μπορεί να γίνει γεμιστό).

Συνώνυμα:

Μαρταγγούρα (η), Μαρταγγούριν, Μαρτάγγουρον (το)