Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κυριζούιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κυρίζιν (μικρός λάκκος για να οδηγούνται τα βρόμικα νερά προς την αποχέτευση).