Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαγουμάνος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λαβομάνος (κανάτα που χρησιμοποιείται για πλύσιμο προσώπου ή και χεριών).

Συνώνυμα:

Λαομάνος (ο)