Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουτσάγγιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. πήλινο αγγείο που δεν ψήθηκε. 2. το σκεύος.

Συνώνυμα:

Κουτσάντζ̌ιν (το)