Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κούτσακος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. κλόκκος (το ωμό σύκο). 2. το φρούτο που δεν έχει ωριμάσει.

Συνώνυμα:

Κουτσάτζ̌ιν (το)