Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουτσαντήριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κοτσαντήριν (1. πήδημα στο ένα πόδι. 2. παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι).

Συνώνυμα:

Κουτσόν (το)