Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λυμένος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο άδετος. 2. ο αποσυναρμολογημένος. 3. ο ασθενής σε βαριά μορφή.