Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λυσ̌σ̌άζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. πεινώ πολύ. 2. ασθενώ από λύσσα (ασθένεια). 3. μτφ. α) επιθυμώ πολύ. β) βρίζω γ) εκνευρίζομαι υπερβολικά.

Συνώνυμα:

Λυσ̌σ̌ώ