Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λυσ̌σ̌άρικον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. λυσ̌σ̌άρης (1. ο αχόρταγος. 2. αυτός που έχει λύσσα (ασθένεια). 3. μτφ. ο οξύθυμος 4. ο ιδιαίτερα ερωτίλος).

Συνώνυμα:

Λυσ̌σ̌άρα, Λυσ̌σ̌αρκά (η)