Σχετικά με την Polignosi
|
Χορηγοί
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025
Η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Εξειδικευμένη Αναζήτηση
Λήμματα (Α-Ω)
Σαν Σήμερα
Κυπριακή Διάλεκτος (Α-Ω)
Φώτο Γκάλερι
Αφιερώματα
Κοινόν Κυπρίων
Ογκολογικό Κέντρο
Πολιτιστικό Ίδρυμα
IDEA
SupportCY
Κουίζ
Γενικές γνώσεις
Γεωγραφία
Ιστορία
Πολιτισμός
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Λυσ̌σ̌άρικον (το) »
Επίθετο
Σημασία:
βλ. λυσ̌σ̌άρης (1. ο αχόρταγος. 2. αυτός που έχει λύσσα (ασθένεια). 3. μτφ. ο οξύθυμος 4. ο ιδιαίτερα ερωτίλος).
Συνώνυμα:
Λυσ̌σ̌άρα, Λυσ̌σ̌αρκά (η)