Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λυχναψία (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λυχναπία [1. η φωταγώγηση. 2. το άναμμα στις λάμπες (λύχνους)].