Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μακρυά (η) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. μακρύς (1. ο μακριός, o ψηλός. 2. ο μακροσκελής. 3. ο μεγάλος σε έκταση. 4. μακράν, η μεγάλη απόσταση).

Συνώνυμα:

Μακρύν (το)