Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαλαχτός, -ή, -όν »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο μαλακός. 2. μτφ. α) ο αφράτος. β) ο λείος. γ) ο ήπιος. δ) ο τρυφερός.