Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαλίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. μαϊλίζω (1. χαϊδεύω. 2. ομαλοποιώ. 3. καλοπιάνω. 4. ισιάζω).