Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαλλαφώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. μαλλαφατώ (1. μελετώ. 2. εξετάζω. 3. ψηλαφίζω. 4. εμπλέκω. 5. ανακατώνω. 6. λέω ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα).

Συνώνυμα:

Μαρλαφώ