Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μανιβέλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μαναβέλλα (η μανιβέλα, χειροκίνητος μοχλός που χρησιμοποιείται για να ξεκινήσει ένας κινητήρας ή για την περιστροφή χειροκίνητο μηχανισμού).

Συνώνυμα:

Μανέλλα (η)