Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μανικωμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. αυτός που φορά ρούχα με μανίκια. 2. μτφ. α) ο έτοιμος για τσακωμό. β) ο έτοιμος για δουλειά. γ) ο έτοιμος για σεξ.

Συνώνυμα:

Τσιμαρωμένος, -η, -ον

Αντίθετα:

Αμανίκωτος

Ειδικές φράσεις:

Δουλεύκουν οι μανικωμένοι για τους αμανίκωτους. Λέγεται για εργατικούς που κάνουν τη δουλειά των τεμπέληδων