Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μανικώννουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

1. ανασκουμπώνω τα μανίκια. 2. μτφ. ετοιμάζομαι για καβγά.

Συνώνυμα:

Τσιμαρώννουμαι