Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαννοκίττιρος (o) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μαννοκίκκιρος (ο εντελώς βλάκας, αυτός που δεν καταλαβαίνει τίποτε, ο κουτός).

Συνώνυμα:

Μαννοκικκίρα (η), Μαννοκιττίρα (η)