Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαντάλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ξύλινη 'κλειδαριά' της πόρτας, μάνταλο.

Συνώνυμα:

Μάνταλον (το)