Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λεισ̌ήνα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. είδος δερματικού εξανθήματος που προκαλεί έντονο κνησμό. 2. είδος βρύου που δημιουργείται όταν συνενώνονται μύκητες και φύκη. 3. το νεραϊδόχορτο.