Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λειω »

Ρήμα

Σημασία:

1. λειώνω. 2. διαλύω. 3. πολτοποιώ. 4. σπάζω 5. μτφ. στεναχωριέμαι.

Συνώνυμα:

Λειώννω