Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λέλλεχας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βούρκουρας (ο λάρυγγας).

Συνώνυμα:

Καταπιννάριν (το), Καταπιννάς, Κούρκουρας, Λέγγουρας, Λέλλεκας, Τσάρουκκας (ο)