Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λεφτοκαρκά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η φουντουκιά, η λεπτοκαρυά.

Συνώνυμα:

Φιντουκκιά (η)