Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λίντερος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κομμόπετρα (η ακατέργαση μεγάλη πέτρα).

Συνώνυμα:

Κομμόροτσος (ο), Λιντέριν (το)