Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λιοχόριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ελιοφόριν (ο ελαιώνας).

Συνώνυμα:

Λιοφόριν (το)