Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λλιόκαρτος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο λιγόψυχος. 2. ο πολύ ευαίσθητος.

Συνώνυμα:

Λλιόψυχος, -η, -ον