Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λουβίθκια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τα θρύψαλα. 2. πολλά και μικρά τεμάχια.

Συνώνυμα:

(ενικ. Λουβίιν (το))

Ειδικές φράσεις:

" Έκαμεν τα λουβίδκια" (= τα έσπασε όλα)