Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λούγνη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. αζαγιά (ο ιστός της αράχνης). 2. βλ. λούγνα (η καπνιά).

Συνώνυμα:

Αναφαντούα, Ανεφανταρκά, Ανεφαντούα, Νεφανταρκά (η), Λούγνα (η), Γαγιά (η)